Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Συναλληλίες, Δημήτρης και Αγγέλικα Κοροβέση

Αδελφοί Limbourg, αδελφοί Hubert και Jan van Eyck, αδελφοί Le Nain, δίδυμα αδέλφια David και Pieter Oyens, οικογένεια Hals, αδελφοί Lorenzetti, αδελφοί Carracci, αδελφοί Paolo και Giovanni Veneziano, αδελφοί Calder, αδελφοί Lumiere, αδελφοί Antoine Pevsner και Naum Gabo, αδελφοί Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Αλμπέρτο Σαβίνιο, αδέλφια Duchamp: o Marcel, o Jacques Villon, o Raymanond Duchamp-Villon και η Suzanne Duchamp-Crotti, αδελφοί Chapman, αδελφοί Τζάνες, αδελφοί Γιώργος και Φράγκος Κονταρής είναι ένας γρήγορος απολογισμός για τους ανθρώπους που ξεκινούν από την ίδια ρίζα, μεγαλώνουν σε παράλληλους κόσμους και ακολουθούν καθένας το δρόμο του που άλλοτε τους φέρνει σε διασταύρωση και άλλοτε στην απόλυτη απόκλιση. Η Ιστορία της Τέχνης έχει να επιδείξει τέτοιες προσωπικότητες με έργο πρωτότυπο και ανανεωτικό. Και έχει ενδιαφέρον να διαπιστώνουμε ότι είμαστε συνηθισμένοι σε ιστορίες αδελφών που ήταν μυθικοί ή ιστορικοί βασιλιάδες (Μίνωας και Ραδάμανθυς, Μενέλαος και Αγαμέμνων), ομηρικοί πολεμιστές (Κάστορας και Πολυδεύκης), υποδειγματικά τέκνα που ηρωποιήθηκαν (οι αργείοι Κλέοβις και Βίτων) αλλά πολύ λιγότερο σε αδέλφια που ακολούθησαν τα μονοπάτια της τέχνης. Ίσως επειδή η μυθοπλασία είναι το ζυμάρι της Ιστορίας που πλάθει συνειδήσεις για ηρωικά κατορθώματα καθώς γοητεύει η νίκη και η άσκηση εξουσίας σε αντιδιαστολή με το απέραντο πεδίο ελευθερίας που ανοίγεται μέσα στο χώρο του πνεύματος και των μορφών της τέχνης.
Στις μέρες μας, η τέχνη δεν είναι οικογενειακή υπόθεση όπως ήταν κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Αντιθέτως, επειδή ξεπερνά το αισθητικό περικάλυμμα και φωτίζεται από νόημα φιλοσοφικό, αυτόματα, δείχνει στους μελετητές έναν δρόμο στην αναζήτηση της εξήγησης του φαινομένου των αδελφιών που συμβαίνει να είναι καλλιτέχνες. Και αν σε παλαιότερες εποχές, η τέχνη ήταν περισσότερο τεχνική που εξασφάλιζε μέσα στην οικογενειακή συντεχνία την επιβίωση, στις μέρες μας το πρότυπο του μοναχικού διανοούμενου καλλιτέχνη δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας ως συντεχνιακό φαινόμενο. Το γεγονός μάλιστα ότι η Αγγέλικα και ο Δημήτρης Κοροβέσης από διαφορετική διαδρομή συνθέτουν διαφορετικού είδους και ανόμοιας αισθητικής έργα τέχνης, αποτελεί έναυσμα μελέτης αλλά και τρανή απάντηση της απόλυτης ελευθερίας που βιώνει μια καλλιτεχνική προσωπικότητα στο πεδίο της τέχνης.
Αυστηρότητα, επιστημονική έρευνα, προσκόλληση στη φόρμα της γλυπτικής μετουσιώνονται από την Αγγέλικα Κοροβέση σε πρότυπα νέα εντελώς προσωπικά καθώς κινείται και εργάζεται στη μνήμη της παράδοσης που διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας. Κριτικός των δομών, χιουμορίστας, με μνημονική ευαισθησία ο Δημήτρης Κοροβέσης μέσω της κριτικής επιχειρεί να ρίξει φως στις μικρές αλήθειες που συνθέτουν τον σύνθετα διαπλεγμένο σύγχρονο κόσμο μας. Σπουδαία αφορμή για να δει κάποιος ότι τα δύο αδέλφια, στην από κοινού έκθεση που της έδωσαν τον τίτλο Συνάλληλες Διαδρομές περιγράφουν δύο διαφορετικούς κόσμους που ψάχνουν να βρουν την ταυτότητά τους, ο ένας μέσα από την ιστορία και ο άλλος μέσα από την κριτική της κοινωνίας. Και οι δύο, εκπρόσωποι της ίδιας γενιάς που σημαίνει ότι μοιράστηκαν κοινές εμπειρίες και αγωνίες, μας καταθέτουν το έργο τους που ενώ βρίσκεται αισθητικά και ψυχολογικά ενταγμένο στην εποχή τους, απαντά σε διαφορετικά ερωτήματα.
Στη γλυπτική της Αγγέλικας Κοροβέση κυριαρχούν δύο έννοιες τόσο παλιές όσο και η ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη: η ισορροπία και η ηχομορφή. Στο προϊστορικό στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης ισορροπία και ήχος ήταν έννοιες βιολογικές αφού το σώμα βίωνε την εμπειρία της ισορροπίας και οι ήχοι της φωνής συνταιριάζονταν για να βαπτίσουν αντικείμενα και φαινόμενα του εξωτερικού κόσμου. Με τον καιρό, όταν πλέον ο άνθρωπος οργάνωσε τις κοινωνίες του, επέκτεινε αυτές τις έννοιες: έδωσε ισορροπία στα αντικείμενα που κατασκεύαζε και μορφή στους ήχους για να τους γράψει. Βαθμιαία, όταν έπαψε να αντιγράφει μιμούμενος την πραγματικότητα και άρχισε να ερμηνεύει τον κόσμο, η ισορροπία και η ηχομορφή έγιναν έννοιες της Φιλοσοφίας, ιδίως του κλάδου της Ηθικής, και χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής που εξελίσσεται ευσταθώντας στη σωματική υγεία και το συνετό χειρισμό των πραγμάτων, την μετρημένη φύση όπως την αποκάλεσε ο Επίκουρος. Η ισορροπία και ο ήχος ανέκαθεν ήταν στο κέντρο της ελληνικής σκέψης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας: στις αρχαϊκές Κόρες και τους Κούρους, στη κλασική γλυπτική του Φειδία, στον Κανόνα του Πολύκλειτου, στην λυρική ποίηση, στη εκφορά του φιλοσοφικού ή λογοτεχνικού λόγου.
Η σύλληψη της φαντασίας δεν μπορεί παρά να είναι αναπόσπαστα δεμένη με την αίσθηση της ύλης όπου πρωτοαποτυπώθηκε, παρατήρησε ο Οδυσσέας Ελύτης.[1] Φαίνεται λοιπόν, ότι η Αγγέλικα Κοροβέση μελετώντας δύο δομικά στοιχεία της φαντασίας αποδεικνύει την αλήθεια της παρατήρησης του ποιητή. Οι ισορροπιστές της είναι το αποτέλεσμα μιας τέλειας γλυπτικής τεχνικής που δίνει την αίσθηση της απόλυτης ευστάθειας. Αυτό είναι άλλωστε το παιχνίδι της ισορροπίας: Ικανότητα της μορφής να σταθεί στο χώρο (τεχνική), ικανότητα της καλλιτέχνιδας να δημιουργήσει ισορροπία στο χώρο που θα σταθεί το γλυπτό, ώστε να μην υπάρξει συνωστισμός ούτε να μείνει υπερβολικά άδειος. Η Κοροβέση δεν αγαπάει τα χάσματα, τα ασύνδετα κενά, την τυχαία ασυνέχεια και τις ψευδαισθήσεις. Αντιθέτως, χρωστάει πολλά στην κλασική της προπαίδεια που έλαβε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όταν στην επόμενη ενότητα των ηχομορφών επιχείρησε τη αναλυτική ενορχήστρωση της φόρμας των ήχων που αποτελούν τον ανθρώπινο λόγο. Σ’ αυτήν, έδωσε στον ήχο ισότιμη αξία με τη γλυπτική φόρμα και ταύτισε τη ρευστότητα της λέξης με την ρευστότητα της γλυπτικής μορφής. Είναι προφανές ότι το έργο της είναι κατεξοχήν ερευνητικό καθώς δεν επιχειρεί να μιμηθεί μια δεδομένη φυσική ή ιδεώδη πραγματικότητα με τον τρόπο της απόλυτης ψευδαίσθησης του Απελλή. Αγγίζοντας τον πηλό της ελληνικής μνήμης, πέτυχε μια συνέχεια που δεν έρχεται σε σύγκρουση με το παρελθόν για να είναι πρωτοποριακό αλλά απόχρωσή του καθώς μας αποδεικνύει ότι αναλύοντας τον ήχο μιας λέξης δημιουργείται ένα πρωτότυπο γλυπτό, ένα αυτόνομο έργο τέχνης όπου έννοια, ύλη και εικόνα συνταυτίζονται.
Ο Δημήτρης Κοροβέσης πέτυχε άλλα αποτελέσματα τη δεκαετία του 1990 όταν συγχώνευσε τη γραφιστική με το καλλιτεχνικό αντικείμενο. Απόφοιτος της Σχολής Δοξιάδη και της Σχολής Καλών Τεχνών της Ρώμης, αντιλήφθηκε αρχικά, ότι η τέχνη δεν είναι απλό ηρεμιστικό, ούτε μια απλή φωτογραφική αναπαραγωγή του εξωτερικού κόσμου. Κάθε εικονιστική δομή είναι προϊόν της σκέψης, αλλά τι είδους σκέψης; Αυτής που στηρίζεται στην κριτική, τη λοιδορία, την ανησυχία και τη μηδενιστική αναρχία όπως μας την κληρονόμησαν ο Εξπρεσιονισμός και το Νταντά, κινήματα που αναβιώνανε την περίοδο της παραμονής του στη Ρώμη; Ή αυτής, που στηρίζεται στην ουτοπιστική μεταμόρφωση του κόσμου μέσω της φαντασίας όπως δοκίμασε να αποδείξει ο Σουρεαλισμός αλλά κατέληξε στην αμερικανική ποπ θεματογραφία των κόμικς και των διαφημίσεων; Δεν πρέπει επίσης, να παραβλέψουμε ότι η έντονη συνδικαλιστική δράση των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, ήταν η μαγιά των κριτικών απόψεων που σχημάτισε για τη δομή του κόσμου και τη θέση του έργου τέχνης στην κρίσιμη περίοδο του ψυχρού πολέμου. Διακατεχόμενος από το σύνδρομο αμφιταλάντευσης ανάμεσα στην θυμοσοφική παραδοσιακή ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη και τη φιλοσοφημένη εικονογραφία του Γιάννη Κουνέλλη, -σύνδρομο που σημαδεύει τους περισσότερους καλλιτέχνες μεταξύ 1970-90-, ο Δημήτρης Κοροβέσης εστίασε στην Εννοιολογική Μετά-ποπ εικονογραφία.[2] Ένα πρώτο στάδιο, καλύπτεται από τις γραφιστικές εργασίες του για πρωτότυπες καλλιτεχνικές εκδόσεις βιβλίων και καλλιτεχνικές διαφημίσεις καταναλωτικών προϊόντων και ένα δεύτερο στάδιο καλύπτεται από τα καλλιτεχνικά αντικείμενα και τα ‘μνημονικά’ κουτιά.
Ο Δημήτρης Κοροβέσης μεταφέρει ένα ερώτημα στον θεατή, στο οποίο επιχείρησαν να απαντήσουν οι σουρεαλιστές και οι καλλιτέχνες της ποπ: η αποστασιοποίηση μας επιτρέπει να ξεχάσουμε ή να αγνοήσουμε το πρωτότυπο; Σ’ αυτό, οι πρώτοι απάντησαν μέσω της αυτόματης γραφής και της ερμηνείας των ονείρων μεταμφιέζοντας ή μεταμορφώνοντας το αντικείμενο οι δεύτεροι, υιοθέτησαν την αναπαραγωγή της έτοιμης εικόνας (ready made) φροντίζοντας στην τεχνική επεξεργασία να προσθέσουν απρόβλεπτα στοιχεία χωρίς να κρύψουν την ταυτότητα.[3] Για τον Δημήτρη Κοροβέση υπάρχει και ένας τρίτος δρόμος, όταν στα ψυχαναλυτικά αινίγματα των σουρεαλιστών και την μεγαλειώδη ελαφρότητα των καλλιτεχνών της ποπ, αντιπαραθέτει τη φρεσκάδα του ελληνικού χιούμορ, την ικμάδα μιας καθαρής ελληνικής σκέψης ενημερωμένης και κριτικής που βρίσκει το στόχο της στο συνταίριασμα του όμορφα μεταποιημένου αντικειμένου με τον παιχνιδιάρικο λιτό, εν είδη αποφθέγματος, τίτλο. Ίσως επειδή στις μέρες μας περισσότερο από άλλες περιόδους είναι επιτακτική η ανάγκη για τη σαφήνεια παρά για την αμφισημία του καλλιτεχνικού έργου, τον Δημήτρη Κοροβέση δεν το ενδιαφέρει να ξεφύγει από τον κόσμο της πραγματικότητας στον κόσμο της φαντασίας, ούτε να περιπλανηθεί άσκοπα και μόνον σε μνήμες συναισθημάτων. Όταν μάλιστα γνωρίζουμε ότι τα σύγχρονα έργα τέχνης είναι αυτόματα εγκεφαλικές εικόνες γνώσης και κριτικής οξυδέρκειας που αντιπροσωπεύουν τον κόσμο της Πληροφοριακής Αγοράς ο Δημήτρης Κοροβέσης δείχνει ότι απολαμβάνει να αποκρυπτογραφεί την έκφραση εξίσου με το να δημιουργεί παραλλαγές εννοιολογικής μετά-ποπ θεματογραφίας.
Είναι τύχη που τα δυο αδέλφια, η Αγγέλικα και ο Δημήτρης Κοροβέσης δεν προσκολλήθηκαν σε κοινές λύσεις των αναζητήσεων τους και εκφράζουν ανεπηρέαστοι την ενεργητικότητά τους σε τόσο διαφορετικές εικόνες. Η στάση τους είναι αδιάψευστο τεκμήριο στη ροπή των καιρών μας: ότι η εποχή του νευρωσικού καλλιτέχνη που παράγει έργα για την ψυχική του υγεία αντικαταστάθηκε από τον επιστήμονα καλλιτέχνη που δημιουργεί έργα γνώσης και επικοινωνίας.
(δημοσιευμένο κείμενο στον κατάλογο της έκθεσης, Δημ.Σχολείο Φαλατάδος Τήνου)


[1] Οδυσσέας Ελύτης, «Γιάννης Τσαρούχης» στο Ανοιχτά Χαρτιά, Αθήνα, Εκδόσεις Ίκαρος, 3η έκδοση 1987, σελ.569.
[2] Γιάννης Κολοκοτρώνης, Νέα Ελληνική Τέχνη 1974-2004, Ξάνθη, Εκδόσεις Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης 2007, σελ.282-283.
[3] Νικόλα Κάλας, Η Τέχνη την εποχή της διακύβευσης, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα 1997, σελ.82-90.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου